- κρικηλασία
- κρικηλασίᾱ , κρικηλασίαtrundling of hoopsfem nom/voc/acc dualκρικηλασίᾱ , κρικηλασίαtrundling of hoopsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek
κρικηλασίας — κρικηλασίᾱς , κρικηλασία trundling of hoops fem acc pl κρικηλασίᾱς , κρικηλασία trundling of hoops fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRICILASIA — Graece Κρικηλασία, quasi Circuli impulsus, exercitationis olim delectabilis genus, memoratur Oribasio, Collectan. l. 6. c. 26. ubi ista leguntur: Ε᾿λάςσονα δέ χέτω ὁ κρίκος τὴν διαμετρον τοῦ μήκους τοῦ ἀνθρώπου, ὥςτε τὸ ὕψος αὐτοῦ μέχρι τῶ μαςτῶν … Hofmann J. Lexicon universale
GYMNASTICA — Graece Γυμναςτικὴ, Latin. Ars exercitatoria, finitore Galeno l. ad Thras. ἐπιςτήμη ἐςτὶ τῆς εν πᾶσι γυμνασίοις δυν´αμεως, quoe omnium exercitationnum facultates novit. Mercuriali est Facultas quaedam omnium exercitationum facultates contemplans,… … Hofmann J. Lexicon universale
κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… … Dictionary of Greek
τσέρκι — το, Ν 1. στεφάνη βαρελιού 2. κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση 3. είδος παιχνιδιού, η κρικηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerchio «κύκλος, στεφάνη»] … Dictionary of Greek